κομβος

κομβος
    κόμβος
     перевязь, пояс (ср. ἐγκομβόομαι)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κομβος" в других словарях:

  • κόμβος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβος — Ναυτική μετρική μονάδα ταχύτητας που αντιστοιχεί σε ένα ναυτικό μίλι (1.852 μ.) την ώρα. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι στα παλιά δρομόμετρα οι διαβαθμίσεις παριστάνονταν με έναν ή περισσότερους κόμπους, φτιαγμένους με σχοινάκια και… …   Dictionary of Greek

  • κόμβοις — κόμβος roll masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβον — κόμβος roll masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβου — κόμβος roll masc gen sg κομβόω bind up pres imperat act 2nd sg κομβόω bind up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβους — κόμβος roll masc acc pl κομβόω bind up imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμβων — κόμβος roll masc gen pl κομβόω bind up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κομβόω bind up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»